- γενεαλογιῶν
- γενεᾱλογιῶν , γενεαλογίαtracing a pedigreefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
HECATAEUS — I. HECATAEUS Historicus Milesius, fil. Aegesandri, Protagorae auditor, Olymp. 64. qui primus solutâ orarione Historiam condidit. De reliquis Hecataeis vide Voss. de Hist. Gr. l. 1. c. 1. et 10. et l. 4. c. 3. Nic Lloyd. Addo de priore, quod… … Hofmann J. Lexicon universale
Χαμίτες — Όρος που προέρχεται από τον βιβλικό πίνακα των γενεαλογιών των λαών (Γένεσις, κεφ. I) και αφορά τους απογόνους του Χαμ, γιου του Νώε. Ο όρος χρησιμοποιείται γενικά για να καθορίσει τους μη νεγρικούς πληθυσμούς που κατά τους αρχαίους χρόνους ήταν… … Dictionary of Greek
εκαταίος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ε. ο Αβδηρίτης ή ο Τήιος (τέλη 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ.). Γραμματικός και φιλόσοφος της αυλής του Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα, βασιλιά της Αιγύπτου. Ήταν μαθητής του Πύρρωνα, αλλά έθεσε στη βάση της δικής του ηθικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek